- ορειδρομια
- ὀρειδρομίαὀρει-δρομίαἥ бегание по горам Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ορειδρομία — ὀρειδρομία, ἡ (Α) [ορειδρόμος] το να τρέχει κάποιος στα όρη, το τρέξιμο ανά τα όρη … Dictionary of Greek
ὀρειδρομίας — ὀρειδρομίᾱς , ὀρειδρομία running on the hills fem acc pl ὀρειδρομίᾱς , ὀρειδρομία running on the hills fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)